Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ετυμολογία των λέξεων αφεσμός, μεθυσμός ή μεθισμός ή μεθεσμός




Οι λέξεις αφεσμός, μεθυσμός ή μεθισμός ή μεθεσμός χρησιμοποιούνται ευρέως στην μελισσοκομία.

Για παράδειγμα:
Η λέξη "μεθυσμός" εμφανίζεται 580 φορές, στην μηχανή αναζήτησης google ενώ ο "μεθισμός" μόνο 6. Αντίστοιχα η λέξη "αφεσμός" εμφανίζεται 5.250 φορές και είναι όλες σε άρθρα Μελισσοκομίας.

Οι παραπάνω λέξεις όμως, δεν υπάρχουν τόσο στο λεξικό του κυρίου Μπαμπινιώτη όσο και σ’ άλλα λεξικά.

Με αφορμή λοιπόν εύστοχο σχόλιο ανώνυμου στην ανάρτηση μας «Περί Σμηνουργίας» ΖΗΤΕΙΤΑΙ Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΣΧΕΣΗ Μ ΑΥΤΕΣ. Κάθε γνώμη και βοήθεια δεκτή.

4 σχόλια:

μελιΣακης είπε...

πιθανή εξήγηση

από+εσμός (απ'εσμός)=αφεσμός (το "π" γίνεται φ πριν από δασεία)

από= δείχνει χωρισμό
εσμός (με δασεία)από το έζομαι=κάθομαι
Άρα αποχωρίζομαι και κάθομαι

μετά+εσμός (μετ'+εσμός) =μεθεσμός (το "τ" πριν από δασεία γίνεται "θ")
το μετά δείχνει ακολουθία κάτι που έγινε μετά τον αφεσμό

Άρα τα σωστά πρέπει να είναι "αφεσμός και μεθεσμός"

MinoanBee είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
MinoanBee είπε...

Αγαπητέ κύριε Κατσαρέ από μια μικρή έρευνα που έκανα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου ανακάλυψα τα εξείς και τα παραθέτω:

Ελληνικό λεξικό Τεγοπουλος - Φυτράκης 1993:

Τα μόνα κοντινά που βρήκα στη λέξη αφεσμός είναι:

άφεση (η) ουσιαστικό [<αρχ. άφεσις <αφίημι (= αφήνω)] (Κ άφεσις, -εως) εκτίναξη, ρίξιμο II (εκκλ.) συγχώρεση αμαρτιών II απόλυση από τις τάξεις του στρατού.

Ισως η απόλυση στην περίπτωση της σμηνουργίας να εφάπτεται με τον όρο της λύσης των δεσμών με την κυψέλη, δηλαδή την απελευθέρωση ίσως ακόμα και την διαίρεση.

αφέτης: (ο) ουσιαστικό [<μτγν. αφέτης αφίημι] αυτός που δίνει το σύνθημα του ξεκινήματος σε αγώνα δρόμου.

Μήπως όταν ο αφεσμός κάθεται σε ένα κλαδί δεν είναι ένας αγώνας δρόμου μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη νέα κατοικία; Σε αυτή την περίπτωση το σμήνος δεν μοιάζει με έναν αφέτη καθώς δίνει το σήμα και τελικά μια θάλασσα από μέλισσες ξεχύνεται από την κυψέλη για να σμηνουργήσει;

εσμός: (ο) ουσιαστικό [<αρχ. εσμός < έζομαι (=κάθομαι)] μεγάλο πλήθος (συνήθ. περιφρονητικά): εσμός αυλοκολάκων.

Ωστόσο στο ουσιαστικό σμηνουργία και σμήνος βρήκα τα ακόλουθα:

σμήνος: (το) ουσιαστικό [<αρχ. σμήνος < εσμός < έζομαι] πλήθος, σμάρι εντόμων, ίδ. μελισσών II (συνεκδ.) κυψέλη μελισσών II πλήθος ζώων ή πραγμάτων II ομάδα αεροπλάνων με ενιαία διοίκηση.

σμηνουργία: (η) ουσιαστικό [< μτγν. σμηνουργία < σμηνουργώ] η μετανάστευση τμήματος σμήνους μελισσών για νέα κατοικία.
και
σμάρι: (το) ουσιαστικό [<εσμάριον, υποκοριστικό του αρχ. εσμός<έζομαι] σμήνος, ίδ. μελισσών.

Δεν βρέθηκε καμιά λέξη συγγενική με τις λέξεις μεθυσμός, μεθισμός, μεθεσμός.

Λεξικό Χρ. Γιοβάνη

αφεσμός: (ο) σμήνος νεαρών μελισσών.
Δυστυχώς δεν αναφέρεται η ρίζα του

εσμός: (ο) ουσιαστικό: αφθονία, πλησμονή II για μέλισσες ή σφήκες, πλήθος, ομάδα ατόμων.

Στο συγκεκριμένο λεξικό η λέξη άφεση παραπέμπει και στον αφεσμό.

σμηνουργία: (η) ουσιαστικό: ο πολλαπλασιασμός των αποικιών των μελισσών και άλλων υμενόπτερων εντόμων με τη μετανάστευση ενός μέρους του πληθυσμού (σμήνος) της αρχικής αποικίας.

σμήνος: (το) ομάδα μελισσών ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα από διάφορες κατηγορίες (γόνιμο θηλυκό, εργάτριες, κλπ) τα οποία ζουν μαζί για την εκτέλεση μιας εργασίας· το σμήνος είναι μια αποικία στη γένεση της· στις μέλισσες ένα σμήνος αποτελείται από μια μητέρα, από μερικές εκατοντάδες αρσενικά και από αρκετά μεγάλο αριθμό εργατριών· όλη η ομάδα ξεκινά από την κυψέλη και εγκαθίσταται συνήθως στα κλαδιά ενός γειτονικού δέντρου· μια αποικία μπορεί να δώσει διαδοχικά πολλά σμήνη.

Γιώργος Κρικώνης

Επόπτης είπε...

Θεοδόση μας βάζεις να δουλέψουμε το μυαλό μας για να μην αδρανήσει ;(πνευματικές εργασίες)
Να είσαι καλά

αρχ. ἄφεσις < ἀφίημι (= αφήνω)]

ἀφίημι < ἀπό + ἵημι (το "π" γίνεται φ πριν από δασεία)


Ρήμα[]

ἀφίημι

αφήνω
στέλνω
διώχνω
χωρίζω
παραμελώ, παραλείπω
επιτρέπω
αποπλέω
εξορμώ

ἵημι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ye-. Συγγενές με το λατινικά iacio

ἵημι ((μεταβατικό) του εἶμι)

θέτω σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί
στέλνω, αποστέλλω
εκπέμπω
εκβάλλω
προφέρω, εκστομίζω
ρίχνω
(για υγρό) χύνω, αφήνω να τρέξει
τοποθετώ, θέτω
(μέσο) ωθούμαι
(μέσο) επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ

Σύνθετα[]

ἀφίημι
ἀνίημι
ἀνταφίημι
ἀντεπαφίημι
ἀπομεθίημι
ἀποπροΐημι
διαφίημι
διαμεθίημι
διανίημι
διεξίημι
διενίημι
διίημι
διυφίημι
ἐξαφίημι
ἐξανίημι
ἐξεφίημι
ἐξίημι
ἐφίημι
ἐγκαθίημι
ἐκπροΐημι
ἐναφίημι
ἐνδίημι
ἐνίημι
ἐπαφίημι
ἐπανίημι
ἐπενδίημι
ἐπενίημι
ἐπικαθίημι
ἐπιλίημι
ἐπιπροΐημι
εἰσαφίημι
εἰσίημι
εἰσκαθίημι
καθίημι
καθυφίημι
καταφίημι
μεθίημι
παραφίημι
παρακαθίημι
παραμεθίημι
παρανίημι
παρεξίημι
παρίημι
προαφίημι
προανίημι
προεφίημι
προενίημι
προεπαφίημι
προίημι
προκαθίημι
προμεθίημι
προσαφίημι
προσανίημι
προσενίημι
προσίημι
προσσυνίημι
συγκαθίημι
συμπροίημι
συναφίημι
συνανίημι
συνεφίημι
συνεπαφίημι
συνίημι
ὑφίημι
ὑπανίημι
ὑπερίημι
ὑπίημι
ὑποκαθίημι