Ένα γλυκό
του κουταλιού με απλά υλικά που κάποτε αφθονούσαν στις αγροτικές οικογένειες
των χωριών μας.
Γίνεται από μια κολοκύθα, λίγο μούστο (ζουμί από σταφύλια)
και νερόμελο από απολεπίσματα κερήθρας. Γράψαμε κάποτε πως από ότι παράγει η
μέλισσα δεν πετάμε τίποτα.
Είδαμε πως απ’ τα απολεπίσματα και από τις μαύρες
κερήθρες βγάζουμε το κερί
... --- [1] [2] [3]
...και από τα
απόνερα ένα ωραία τσίπουρο την
μουντοβίνα. Τα δε υπολείμματα κουκούλια κλπ είναι
ένα ωραίο λίπασμα για τα φυτά μας (τα απόνερα προέρχονται από το πλύσιμο των
μαύρων κερηθρών και των απολεπισμάτων). Παλιότερα που δεν υπήρχαν καταψύκτες ή
άλλα μέσα συντήρησης των κερηθρών που περίσσευαν κατά το ξεχειμώνιασμα των
μελισσιών, για να προστατευτούν από τον κερόσκορο ξεπλένονταν καλά, αερίζονταν
να στεγνώσουν και μετά αποθηκεύονταν άρα υπήρχαν και περισσότερα απόνερα.
Σημείωση: αν σήμερα κάποιος μπεί στην διαδικασία του
πλυσίματος και δεν τα χρησιμοποιήσει για Παρασκευή μουντοβίνας μπορεί να τα
ταΐσει στα μελίσσια βραδυνές ώρες. Για τα ριτσέλια χρειαζόμαστε μια μικρή
ποσότητα 2-5 λίτρα.
Τρόπος παρασκευής:
Με την συνταγή της κυρά Φωτεινής που παρά τα 88 της επιμένει
ακόμα να τα φτιάχνει.
Συνταγή: κόβουμε την κολοκύθα σε φέτες έναν έως ενάμισι
πόντος πλάτος και γύρω στους δυο φάρδος. Βγάζουμε την σκληρή φλούδα απ έξω και
το μαλακό από μέσα (τα κομμάτια μπορούν να κοπούν και μεγαλύτερα όσο θέλουμε). Λιώνουμε
ασβέστη με νερό, την κάνουμε σα γάλα σε μια λεκάνη και βάζουμε μέσα τα κομμάτια
από το βράδυ μέχρι το πρωί. Το πρωί τα ξεπλένουμε καλά. Έχουμε βράσει το μούστο
μέχρι να γίνει γλυκός. Βράζουμε και τα απόνερα ώσπου να συμπυκνωθούν και να
γίνουν σιρόπι. Μετά ρίχνουμε μέσα τα κολοκύθια να βράσουν ώσπου να γλυκάνουν.
Τα ριτσέλια κάποτε τα αγόραζαν σε ποσότητες οι καπεταναίοι
των γρι-γρι που έσερναν πίσω τους 7-15 βάρκες με τις λάμπες και το πλήρωμα τους.
Μην βλέπετε σήμερα που χρησιμοποιούν λάμπες ρομπότ.
Τις κρύες νύχτες λοιπόν που έβγαιναν για ψάρεμα ο καπετάνιος
μοίραζε στο τσούρμο και μερικά κομμάτια ριτσέλι
για να τους κρατάει ζεστούς.
Παρασκευάζονταν από γυναίκες που πολλές φορές δούλευαν στο
πλύσιμο των κεριών και αντί χρηματικής αμοιβής αποκόμιζαν λίγο μέλι και τα
απόνερα τα οποία με βράσιμο συμπύκνωναν και χρησιμοποιούσαν.